-
1 καθάπτω
A fasten or fix on, put upon,καθῆψεν ὤμοις.. ἀμφίβληστρον S.Tr. 1051
; ;τι ἐπί τι X.Cyn. 6.9
;τι εἴς τι Plb.8.6.3
;τι ἔκ τινος Plu.2.647e
; ἄγκυραν καθάψας having made it fast, Philem.213.10;τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῦρα Arist. Spir. 483b31
:—[voice] Med.,κισσὸν ἐπὶ κρατὶ καθάπτεσθαι Theoc.Ep.3.4
:— [voice] Pass.,βρόχῳ καθημμένος S.Ant. 1222
, cf. Theoc.Adon.11.2 equip by fastening or hanging on, in [voice] Med.,σκευῇ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι E.Rh. 202
, cf. AP9.19 (Arch.):—[voice] Pass., νεβρίνῃ καθημμένος δορᾷ with a fawn-skin slung round him, S.Ichn.219;καθημμένοι νεβρίδας Str.15.1.71
.3 intr., attach itself, εἴς τι, πρός τι, Arist.HA 514b30, 515a3; later = 11.5, fasten upon,τῆς χειρός τινος Act.Ap.28.3
, cf. Poll.1.164.II used by Hom. only in [voice] Med., καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσσι, in good or bad sense, as, σὺ τόν γ' ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι do thou accost him.., Il.1.582; μαλακοῖσι καθαπτόμενοςἐπέεσσιν Od.10.70
; μειλιχίοις ἐπέεσσι κ. 24.393; but also ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος assailing.., 18.415, 20.323;χαλεποῖσι κ. ἐπέεσσι Hes.Op. 332
: without a qualifying Adj., accost, assail,ἐπέεσσι καθάπτετο θοῦρον Ἄρηα Il.15.127
, cf. Od.2.240; withoutἐπέεσσι, γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν 2.39
, cf. 20.22, Il.16.421.3 in military sense, attack,καθαψάμενοι τῆς οὐραγίας Plb.1.19.14
.5 lay hold of,τυραννίδος Sol.32.3
;βρέφεος χείρεσσι Theoc.17.65
; τῆς θαλάσσης take to the sea, Philostr.VA3.23: [voice] Act.,καθάπτων τοῦ τραχήλου Arr.Epict.3.20.10
(cf. 1.3).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθάπτω
-
2 καθ-άπτομαι
καθ-άπτομαι, anrühren, antasten; βρέφεος χείρεσσιν Theocr. 17, 65; bei Hom. καϑάπτεσϑαί τινα ἐπέεσσι, u. zwar μαλακοῖσι, sich mit freundlichen Worten an Einen wenden, ihm freundlich zureden, Il. 1, 582, od. ἀντιβίοις, χαλεποῖς, Einen mit harten Worten anlassen, anfahren, schelten, Od. 20, 323; Hes. O. 330; so ist auch ἡ δ' ὲπέεσσι καϑάπτετο ϑοῦρον Ἄρηα Il. 15, 127 zu nehmen; ἔπειτα γέροντα καϑαπτόμενος προςέειπεν Od. 2, 39; καϑαπτόμενος φίλον κῆρ 20, 22. Bei den Folgdn nur in feindlicher Bdtg, Vorwürfe machen, anklagen, gew. c. gen. der Person, ἐπειδή μο υ Νικίας καϑήψατο Thuc. 6, 16; ἴσως ἄν μου δικαίως καϑάπτοιντο Plat. Crito 52 a; Sp., wie Luc. Icarom. 32; auch τῆς οὐραγίας, angreifen, Pol. 1, 19, 4. – Aber τῶν ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος heißt bei Her. 8, 65 sich auf Einen als Zeugen beziehen, ibn zum Zeugen anrufen; ϑεῶν καταπτόμενος ἱκετεύω 6, 68. – S. das Folgde.
См. также в других словарях:
καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο … Dictionary of Greek